Η Διαχρονική Προσφορά της Ελληνικής Γλώσσας στον Βιο-Πολιτισμό

Καθηγητής Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος,
Διευθυντής του Ιδρύματος Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσης

Ευχαριστώ τη Διεθνή Οργάνωση της Βιοπολιτικής για την ευγενική πρόσκληση συμμετοχής στο συνέδριο αυτό, και ιδιαίτερα την εμπνευσμένη, ακούραστη και τόσο δημιουργική, κυρία Αγνή Βλαβιανού-Αρβανίτη, που το όραμά της για τη διάσωση του περιβάλλοντος και την ποιότητα ζωής στον πλανήτη μας, συγκινεί βαθύτατα.

Ο κόσμος που ζούμε χρειάζεται την ευαισθησία μας και τον σεβασμό μας, γιατί σε αυτόν τον κόσμο, κινούμαστε, ζούμε και δημιουργούμε. Από αυτόν τον κόσμο πηγάζει το θαύμα της ζωής. Η εποχή μας όμως, είναι πολύπλοκη, πλήρης ερωτημάτων και προβλημάτων. Εδώ χρειάζεται προσοχή, φαντασία και διορατικότητα, ιδιαίτερα όταν μπαίνουμε στο δαιδαλώδη, θελκτικό και φανταστικό κόσμο της τέχνης, της έρευνας και της τεχνολογίας. Είναι βέβαιο, πως η σύγχρονη τεχνολογία θα αλλάξει τη ζωή μας και τον κόσμο μας, στον καινούργιο αιώνα που εισερχόμαστε. Είναι μια εποχή γεμάτη όνειρα και οράματα, γεμάτη με νέες ιδέες και έντονο προβληματισμό. Το σημαντικότερο από όλα, νομίζω, είναι ότι νέοι άνθρωποι ενημερώνονται πιο συστηματικά και διαμορφώνουν τη δική τους ελεύθερη γνώμη και θεώρηση για τις αλλαγές που μας περιμένουν.

Θα μιλήσω για το ίδρυμα “Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας” που έχει ως σκοπό του την έρευνα της Ελληνικής Γλώσσας, τη διαχρονική της ανέλιξη, με τις δυνατότητες που μας παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία. Γνωρίζουμε πως πολλά από τα διδάγματα που μας οδηγούν σήμερα, εμπεριέχονται στη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων θεωρητικών, φιλοσόφων και επιστημόνων. Θα ήθελα να τονίσω επίσης, πως η Ελληνική γλώσσα χαίρει της αρχαιότερης προφορικής και γραπτής παράδοσης. Περίπου για 3000 χρόνια αποτελεί ένα μοναδικό όργανο έκφρασης και επικοινωνίας, που αγγίζει το όριο της τελειότητας. Είναι η γλώσσα που χωρίς διακοπές, συνέχεια, διαχρονικά και ενιαία, συνόδεψε, όχι μόνο τον Ελληνόφωνο κόσμο, αλλά και τον Ευρωπαϊκό, σε όλες τις φάσεις της πολυτάραχης ιστορίας του. Είναι επίσης γνωστό, πως η μακραίωνη προφορική και γραπτή παράδοση της γλώσσας μας, στη συνεχή της χρήση, είναι σημαδεμένη από πολλές αλλαγές και πολυμορφίες, σε όλους τους γραμματικούς, συντακτικούς και σημασιολογικούς τύπους της. Η Ελληνική Γλώσσα, έχει την καλή τύχη να αποτελεί αντικείμενο εκτενέστατης μελέτης μεγάλων ερευνητών, διανοητών και επιστημόνων από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Υπάρχει πλήθος από λεξικά, γραμματικές και εξειδικευμένες μελέτες για κάθε φάση της εξέλιξής της. Έτσι έχουμε μια σαφή άποψη για το κάλλος της, καθώς και για το μεγαλείο των ιδεών και των επικών αξιών που τόσο ζωντανά και ουσιαστικά διατυπώνει και εκφράζει.

Τα τελευταία χρόνια, όσοι ασχολούνται με τη μελέτη της Ελληνικής Γραμματείας, έχουν αποκτήσει ένα τέλειο μέσο έρευνας, τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, που αυτή τη φορά είναι στην υπηρεσία των ανθρωπιστικών σπουδών. Ο ερευνητής έχει στην διάθεσή του ένα πλουσιότατο υλικό, για την τεκμηρίωση των ιδεών του. Σε λίγα μόλις λεπτά μπορεί να αναφερθεί στις πηγές, χωρίς άσκοπη σπατάλη χρόνου. Δυσεύρετα κείμενα, επιγραφές, πάπυροι, σπάνια βιβλία, αποσπάσματα δημοσιευμένα σε απρόσιτα περιοδικά, που άλλοτε απαιτούσαν χρόνια δουλειάς σε βιβλιοθήκες και αρχεία για τον εντοπισμό τους και τη συλλογή τους, είναι τώρα προσιτά και εύχρηστα στους ερευνητές. Η εποχή της πληροφορικής έχει φέρει αυτήν την επανάσταση στην έρευνα. Έχει αλλάξει ριζικά – ευεργετικά νομίζω – τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να ερευνήσουμε τη γραπτή μας παράδοση, διαχρονικά, συγχρονικά ή όπως αλλιώς επιλέξουμε. Θα ήθελα εντούτοις να τονίσω πως η ψηφιακή καταγραφή ή ακόμα και το ψηφιακό βιβλίο δεν είναι δυνατόν να αντικαταστήσουν τη μαγεία του έντυπου βιβλίου.

Τον Ιούνιο του 1998 συμπληρώθηκαν δύο χρόνια περίπου, από τότε που ξεκινήσαμε την ηλεκτρονική καταγραφή της γλώσσας μας. Στο διάστημα αυτό έχουμε καταγράψει περισσότερο από 40.000.000 λήμματα από όλες τις περιόδους της μακραίωνης, γραπτής μας παράδοσης. Για παράδειγμα, έχουν καταγραφεί κείμενα από τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, και από άλλους αρχαίους φιλοσόφους, και οπωσδήποτε πάρα πολλά κείμενα της νεότερης γραμματείας μας, όπως τα άπαντα Παλαμά, Σολωμού, Παπαδιαμάντη, Τρικούπη κ.α. Στο όραμα και στον σχεδιασμό αυτόν, βασίζεται η δημιουργία μιας ενιαίας και ιστορικά αδιάσπαστης βάσης δεδομένων, πέρα από προλήψεις και προκαταλήψεις του παρελθόντος που αφορούσαν τόσο τα βυζαντινά, όσο και τα μεταβυζαντινά και νεοελληνικά κείμενα της γραμματείας μας. Η διαχρονική αυτή βάση δεδομένων θα μας δώσει τη δυνατότητα για νέα πνοή στην επιστημονική έρευνα σε όλους τους τομείς του επιστητού.

Οι δυνατότητες είναι άπειρες, όσες και η θέληση, η γνώση και η φαντασία των ερευνητών. Μια ηλεκτρονική βάση επιτρέπει να προβούμε σε αναζήτηση συγγραφέων κατά αλφαβητική σειρά – θα υπάρχουν χιλιάδες συγγραφείς από τον Όμηρο μέχρι τις μέρες μας – σε αναζήτηση έργων των συγγραφέων αυτών αλφαβητικά, σε αναζήτηση λημμάτων, και σε επί μέρους αναλύσεις κειμένων, όπως γραμματική, συντακτική και μορφολογική ανάλυση του γλωσσικού υλικού. Μπορούμε να τεκμηριώσουμε το πολυπόθητο ιστορικό λεξικό της γλώσσας μας, τη σύνταξη αντίστροφων λεξικών, την κατάρτιση αλφαβητικών ευρετηρίων όλων των λέξεων ενός έργου, ή του συνόλου του έργου ενός συγγραφέα, και την κατάρτιση πινάκων συμφραζομένων, συνώνυμων ή αντιθέτων. Μπορούμε επίσης – που είναι και θέμα του συνεδρίου – να ανατρέξουμε και να τεκμηριώσουμε όλες τις αναφορές στον κόσμο, στη ζωή, στην ομορφιά, στη θάλασσα, στο φεγγάρι, στον ήλιο, από τον Όμηρο ως τις μέρες μας. Παράλληλα, αφού θα υπάρχει το ψηφιακό αρχείο όλων των βιβλίων που καταγράφονται, ο ερευνητής μπορεί επίσης να προβεί στην κριτική έκδοση παλαιότερων βιβλίων, μια που θα έχει στη διάθεσή του ένα τόσο πλούσιο υλικό. Όπως είναι φανερό, μια τέτοια προσπάθεια αποτελεί πρόγραμμα υποδομής. Χωρίς τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων, η οποία θα εμπλουτίζεται συνεχώς, δεν θα γνωρίσουμε ποτέ τους άγνωστους θησαυρούς της πολιτιστικής μας παράδοσης.

Η ομορφιά του κόσμου μας, όπως έχει καταγραφεί και εκφραστεί στα μακραίωνα, και μεγαλόπνοα έργα των Ελλήνων συγγραφέων, μπορεί να γίνει και πάλι φωτεινός οδηγός μας για μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και των ερευνητών. Αντλώντας γνώση από τα σοφά διδάγματα του παρελθόντος, θα μπορούμε να πορευτούμε με μεγαλύτερη σιγουριά, βεβαιότητα και οραματισμό προς το μέλλον.